ωνη

ωνη
    ὠνή
    ἥ
    1) купля, покупка
    

ὠ. καὴ πρᾶσις Soph., Her., Plat. — покупка и продажа;

    ὠνέν ποιεῖσθαί τινος Plat., Dem. — совершать покупку чего-л.;
    δι΄ ὠνῆς Plut., ὠνῇ и διὰ τέν ὠνήν Luc. — путем покупки;
    τὸ γεῦμα τέν ὠνέν καλεῖ погов. Eur. — проба располагает к покупке

    2) аренда, откуп
    

(μισθώσεις καὴ ὠναί Plut.)

    ἥ ὠ. (sc. τῶν τελῶν τῶν δημοσίων) Plut. — сдача на откуп общественных доходов

    3) сумма (покупки), стоимость
    

τῶν ὅπλων τέν ὠνέν παρέχειν τρισμυρίας δραχμάς Lys. — отпустить на покупку оружия сумму в тридцать тысяч драхм;

    ἐπιθεῖναι τῇ ὠνῇ τάλαντον Plut. — накинуть один талант на сумму (торгов)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ωνη" в других словарях:

  • ὠνή — buying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνῇ — ὠνέομαι buy pres subj mp 2nd sg ὠνέομαι buy pres ind mp 2nd sg ὠνή buying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωνή — και ὠνά και αιολ. τ. ὄννα, ἡ, Α 1. αγορά,.οὐνή* («ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾱσιν», Σοφ.) 2. προσφορά τιμής, διαπραγμάτευση, παζάρεμα 3. ανάληψη μισθώσεως δημόσιων φόρων ή άλλων κρατικών προσόδων 4. συμβόλαιο πώλησης 5. αγοραστική αξία, τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • ὠνῆι — ὠνῇ , ὠνέομαι buy pres subj mp 2nd sg ὠνῇ , ὠνέομαι buy pres ind mp 2nd sg ὠνῇ , ὠνή buying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠναῖς — ὠνή buying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠναί — ὠνή buying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνῆς — ὠνή buying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνήν — ὠνή buying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνῶν — ὠνή buying fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωνικός — ή, όν, ΜΑ [ὠνή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωνή, στην αγορά, ή ο κατάλληλος για αγορά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠνικόν ωνή, αγορά …   Dictionary of Greek

  • ιονόνη — ἡ χημ. συνοπτική ονομασία ισομερών κετονών που περιγράφονται από τον μοριακό τύπο C13H20O. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ionone < ion (πρβλ. ἴον) + κατάλ. one (πρβλ. αρχ. ελλ. κατάλ. ώνη, όπως στο ανεμ ώνη) χαρακτηριστική τής χημικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»